Δεν είναι δέκα τα πράγματα που πρέπει να γίνουν για να σωθεί η χώρα. Ούτε καν εκατόν δέκα. Είναι χιλιάδες κι όλα αλληλένδετα. Γι’ αυτό οι κουβέντες δεν καταλήγουν πουθενά. Η συζήτηση μοιάζει με φαύλο κύκλο. Ναι: η (μη) λειτουργία της Δικαιοσύνης είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του τόπου. Για να έχουμε όμως αδέκαστους δικαστές πρέπει να τους αμείβουμε καλά. Για να πληρώνουμε πολλά λεφτά, πρέπει η εφορία να τα μαζεύει. Για να τα μαζεύει πρέπει οι φοροφυγάδες να ξέρουν ότι η Δικαιοσύνη θα τους τιμωρήσει και συνεπώς θα λειτουργεί. Η Δικαιοσύνη δεν λειτουργεί, λεφτά δεν μαζεύονται, άρα αδιέξοδο...
Αδιέξοδο; Μα δεν λέμε ότι «η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα»; Πώς γίνεται και η δική μας δημοκρατία σε κάθε πρόβλημα βρίσκει τοίχο; Πώς γίνεται να μην έχουμε λύσει ούτε καν το πρόβλημα των σκουπιδιών της Αθήνας; Πώς γίνεται να έχουμε μάχες στους δρόμους για ένα πρόβλημα που αντιμετώπισαν όλες οι δυτικές πόλεις και το έλυσαν χωρίς μολότοφ και ΜΑΤ;
Μήπως, τελικά, είμαστε ένα Ιράκ (χωρίς –προς το παρόν, τουλάχιστον– τις αυτοσχέδιες βόμβες) όπου η δημοκρατία δεν ανθεί όσο κι αν την υμνούμε;
Μήπως μάς πρέπει τελικά ένας ανατολίτικου τύπου «αριστοκρατικός δεσποτισμός» για να μπορούμε να συμβιώνουμε; Το τελευταίο ακούγεται σαν νεολογισμός, αλλά είναι μια άποψη που συγκεκαλυμμένα καλλιεργείται χρόνια, είτε διά κάποιας «κυβέρνησης αρίστων, που θα μάς βγάλει από το τέλμα», είτε διά της ευχής «να υπάρξει ένας Πούτιν και στην Ελλάδα».
Σύγχυση δικαιωμάτων
Το βασικότερο πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι δεν έχει μάθει να λύνει προβλήματα. Δεν έχει κατανοήσει τον δημοκρατικό κανόνα, το μόνο εργαλείο που έχουν οι άλλες χώρες της Δύσης για να προκόβουν. Υπάρχει σύγχυση μεταξύ των ατομικών δικαιωμάτων και του δικαιώματος της πλειοψηφίας να αποφασίζει. Υπάρχει σύγχυση μεταξύ της παράνομης βίας των πολιτών και της νόμιμης βίας του κράτους· μεταξύ του κοινωνικού συμβολαίου και του κράτους πρόνοιας· μεταξύ ενημέρωσης και εξουσίας· μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά τα δικαιώματα.Υπάρχει σύγχυση λέξεων και συνεπώς εννοιών. Στην Ελλάδα κυριαρχεί σε όλα τα επίπεδα του διαλόγου ένας χύδην μεταμοντερνισμός του τύπου «ο αστυνόμος είναι όργανο, το μπουζούκι είναι όργανο, άρα ο αστυνόμος είναι μπουζούκι». Αυτός διαχέει τη σύγχυση και δεν αφήνει τους πολίτες να ξεκαθαρίζουν προτεραιότητες, λύσεις και το κόστος. Αυτό που επίσης δεν κατανοήσαμε είναι ότι δεν υπάρχουν λύσεις χωρίς κόστος. Κάθε λύση έχει κάποιο κόστος, απλώς πρέπει να βρούμε εκείνες τις λύσεις όπου το όφελος θα είναι μεγαλύτερο από το κόστος.
Παιδεία και παίδεμα
Η αποσαφήνιση όλων αυτών χρειάζεται παιδεία· όχι μόνο σχολειά αλλά παίδεμα, διάβασμα, ενημέρωση, προβληματισμό. Ακόμη κι αυτή την έννοια της παιδείας δεν την έχουμε αποσαφηνίσει. Δεν είναι μόνο ότι τη θεωρούμε κάτι σαν αναγκαίο κακό πριν από την πρόσληψη στο Δημόσιο (εξ ου και ο μοναδικός στην οικουμένη όρος «αδιόριστοι καθηγητές») αλλά δεν κατανοούμε ότι η Παιδεία προϋποθέτει τον παιδεμό. Δεν υπάρχει αυτό που λέμε «δημοκρατική παιδεία». Το διάβασμα πριν γίνει ευχαρίστηση είναι καταναγκασμός. Η σχέση διδασκόντων - διδασκομένων είναι από τη φύση της εξουσιαστική. Κάποιος μιλάει και κάποιοι ακούν. Ενας βαθμολογεί και πολλοί βαθμολογούνται. Κάποιος (μεγαλύτερος) αποφασίζει και κάποιοι (μικρότεροι) υφίστανται τις αποφάσεις του.Γι’ αυτό ας αφήσουμε πίσω μας τις ανοησίες του Μάη (ναι, η ελευθερία είναι σημαντική, αλλά για να πραγματωθεί απαιτείται να υπάρχει η «τυραννία της πλειοψηφίας») κι ας γυρίσουμε στην αρχή. Να ξεσκονίσουμε τα κιτάπια για το Κοινωνικό Συμβόλαιο, τις πραγματείες περί διακυβέρνησης, το «Περί ελευθερίας» του Τζον Στιούαρτ Μιλ. Να κάνουμε τη συζήτηση που πιθανότατα οι μεγαλοϊδεατισμοί του παρελθόντος δεν μάς επέτρεψαν να κάνουμε ώς τώρα. Να καταλάβουμε τι σημαίνει η έννοια πολίτης: γιατί σε μια δημοκρατία είναι το σημαντικότερο αξίωμα, αλλά και γιατί έχει τις περισσότερες υποχρεώσεις.
Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η δημοκρατία είναι ιερή διότι είναι ο μόνος μηχανισμός που έχουμε για να διευθετούμε αναίμακτα τις κοινωνικές και τις προσωπικές αντιθέσεις. Οφείλουμε να καταλάβουμε ότι νόμος δεν είναι το δίκιο κανενός, αλλά η έκφραση της πλειοψηφίας. Οτι τα ατομικά δικαιώματα είναι ιερά και απαράγραπτα, αλλά δεν είναι όλα τα δικαιώματα ατομικά· αλλά ούτε και οι επιθυμίες είναι δικαιώματα. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι δεν επιβουλεύεται μόνο το κράτος τα δικαιώματά μας αλλά και οργανωμένες ομάδες που αυτοπροσδιορίζονται ως εκφραστές λαού, χωρίς κανείς να τους το έχει ζητήσει και χωρίς καμιά διαδικασία νομιμοποίησης.
Συμβόλαιο ανταλλαγής
Οφείλουμε επίσης να καταλάβουμε ότι το κοινωνικό συμβόλαιο είναι μια ανταλλαγή: δώσαμε το μονοπώλιο της βίας στο κράτος για να έχουμε το δικαίωμα στην ασφάλεια. Οτι το δικαίωμα στην ασφάλεια δεν απειλείται μόνο από το κράτος και τις οικονομικές ελίτ. Απειλείται και από οργανωμένες ομάδες που δικαιολογούν τις βιαιοπραγίες τους με κάποια μελλοντικά και πανύψηλα ιδανικά. Οτι ο λόγος δεν είναι βία και η βία δεν είναι λόγος. Οτι ο όρος «συμβολική βία» είναι σχήμα οξύμωρο. Οτι δικτατορία και δημοκρατία δεν είναι το ίδιο πράγμα και ότι το καθήκον αντίστασης στην πρώτη δεν σημαίνει ότι πρέπει να κάνουμε μπάχαλο την δεύτερη. Οτι ο δημόσιος χώρος αξίζει προστασίας, όχι μόνο από τα συμφέροντα αλλά και από τους πολίτες.Αυτήν τη στιγμή ο καρκίνος στη χώρα είναι καθολικός. Δεν υπάρχει τομέας, ούτε θεσμός που να μην έχει προσβληθεί. Πριν τελευτήσει η κοινωνία –η οποία δεν είναι μόνο οι άνθρωποί αλλά και οι δεσμοί και οι κανόνες που ενώνουν και κανοναρχούν τις πράξεις των ανθρώπων– πρέπει να ανακαλύψουμε τον δημοκρατικό κανόνα. Αυτός έχει δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις. Εχει ασφάλεια αλλά και τιμωρία για την παραβίαση αυτού του κανόνα.
Αφού τα σιγουρέψουμε όλα αυτά, μπορούμε να προχωρήσουμε στις επιμέρους παθογένειες. Δεν υπάρχει πρόβλημα που δεν μπορεί να λυθεί. Δεν υπάρχει πρόβλημα που λύνεται για πάντα. Δεν υπάρχει πρόβλημα που λύνεται χωρίς συμβιβασμούς. Δεν υπάρχει λύση χωρίς κόστος. Δεν υπάρχει «πάρε» χωρίς «δώσε». Και δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα.
Μόλις κατακτήσουμε τον δημοκρατικό κανόνα, όχι δέκα, αλλά δέκα χιλιάδες προβλήματα μπορούμε να επιλύσουμε.
Οι περιπέτειες του εκσυγχρονισμού
H χώρα έζησε ένα μεγάλο διάστημα με ένα παραλήρημα λαϊκιστικής υστερίας. Πολλοί επείσθησαν ότι μπορεί να υπάρχει πλούτος χωρίς εργασία, μπέρδεψαν την εθνική ανεξαρτησία με την ανέξοδη ρητορεία, κάποιοι επιχειρηματολόγησαν ότι οι υποδομές για την ανάπτυξη είτε είναι κόλπο των καπιταλιστών για να αυξήσουν τα κέρδη τους ή ότι ήταν για τους κουτόφραγκους· εμείς, τέλος πάντων, δεν τις χρειαζόμασταν. Πολλοί ζούσαν σε ένα παραμυθένιο κόσμο. Mε ελπίδες και δράκους. Oι αποτυχίες μας ποτέ δεν εξηγήθηκαν ως προϊόν δικής μας αμέλειας ή αδιαφορίας, αλλά πάντα ήταν αποτελέσματα διεργασιών σκοτεινών δυνάμεων με ακόμη πιο σκοτεινά κίνητρα. H μόνη εμφανής εξήγηση για τα δεινά μας –πάντα στα πλαίσια του παραμυθιού– ήταν η ζήλια. Kάποια αόρατα κέντρα μας ζήλευαν και μας υπονόμευαν.Τα νεοελληνικά παραμύθια ανακυκλώθηκαν τόσο πολύ που έγιναν σκληρά δόγματα. O ελληνικός ανορθολογισμός έγινε κυρίαρχη ιδεολογία. Oι εχέφρονες βαφτίστηκαν ενεργούμενα τρίτων· φυσικά «εχθρών της χώρας».
Σιγά σιγά όμως το παραμύθι έχασε την εξηγητική του ικανότητα. Mε όρους εθνικής ανεξαρτησίας δεν μπορούσε να γίνει κατανοητό γιατί δεν έχουμε εθνική οδό. Mε όρους ιμπεριαλισμού του κεφαλαίου δεν μπορούσε να εξηγηθεί η χαμηλή παραγωγικότητα στον δημόσιο τομέα. Tο κατά Tόμας Kουν «παράδειγμα» που έχουμε φτιάξει για την εξήγηση της νεοελληνικής πραγματικότητας έχει πλέον εμφανή σημάδια κρίσης. Eίμαστε στη φάση αλλαγής «παραδείγματος».
Tα σημάδια αυτής της μετάβασης ήταν εμφανή από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Oι Ελληνες άρχισαν να διαισθάνονται τη σαπίλα στο Bασίλειο της Δανιμαρκίας. O κ. Σημίτης εξελέγη το 1996 και το 2000 ως φορέας ελπίδας για την ορθολογικοποίηση και επαναδυτικοποίηση της χώρας. Ομως, απέτυχε. Oι πολυδιάστατες ισορροπίες που προσπάθησε να κρατήσει και με το κόμμα του και με τα ποικίλα συμφέροντα (τα οποία κρατούν δέσμια τη χώρα) υπονόμευσαν αυτό που προσπάθησε να ενσαρκώσει ο κ. Σημίτης. Tην ελπίδα εκσυγχρονισμού της Eλλάδας.
Η αποτυχία του εκσυγχρονισμού φάνηκε ότι χρειάστηκαν μόλις πέντε χρόνια για να ξηλωθεί το οικοδόμημα. Ακόμη και το κορυφαίο επίτευγμά του, η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, είναι σήμερα υπό αίρεση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο εκσυγχρονισμός δεν έγινε ποτέ κυρίαρχο αίτημα της χώρας, ούτε καν του ΠΑΣΟΚ. Στηρίχθηκε μεν από τα μεγάλα Μέσα Ενημέρωσης, αλλά δεν δουλεύτηκε μέσα στην κοινωνία. Δεν έγινε κτήμα της μεγάλης μάζας και γι’ αυτό δεν υπήρξαν κοινωνικές αντιστάσεις στο ξήλωμα των ελλιπών –αλλά εκσυγχρονιστικών, οπωσδήποτε– μέτρων κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία. Δεν υπήρξε η πολιτική παιδεία σε βάθος με αποτέλεσμα να επαναληφθεί αυτό που έγραφε από το 2002 ο κ. Γιάννης Βούλγαρης: «Η Ελλάδα, πιεζόμενη από την ανάγκη να μη χάσει το τρένο του εκσυγχρονισμού, αποδεικνυόταν δεκτική των εκσυγχρονιστικών τάσεων που έρχονταν από τη Δύση. Αφομοίωνε όμως τις πιο “εύκολες” επιφανειακές και καταναλωτικές όψεις του εκσυγχρονισμού, παρά τα “δυσκολότερα” και απαιτητικότερα παραγωγικά και κοινωνικά μοντέλα...».
Σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι σε σταυροδρόμι. Ο κίνδυνος της χρεοκοπίας θα την αναγκάζει να κάνει εκσυγχρονιστικά άλματα. Αν όμως αυτά γίνουν μόνο και μόνο για να μη φύγουμε από το τρένο της Δύσης, αν δεν αλλάξουμε, πραγματικά, παραγωγικό μοντέλο και τρόπο θεώρησης της κοινωνίας, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι εδώ θα είμαστε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου